- φαγάνα
- η1) обжора; 2) транжира; 3) драга, землечерпалка; земснаряд; 4) разг прорва (о машине, пожирающей много горючего)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαγάνα — η 1. βυθοκόρος (βλ. λ.). 2. εκσκαφέας (βλ. λ.). 3. μτφ., πρόσωπο ή μηχάνημα που καταναλώνει υπερβολική ποσότητα οποιουδήποτε πράγματος (φαγητού, καυσίμων, χρημάτων κτλ.), φαγάδικος: Είναι φαγάνα στη βενζίνη, γιατί είναι παλιό αυτοκίνητο. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαγάνα — η, Ν 1. κοινή ονομασία τού εκσκαφέα 2. μτφ. α) έμψυχο ή άψυχο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, καυσίμων, αναλώσιμων υλικών β) άνθρωπος άπληστος και δωροδοκούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγανός, κατά τα θηλ., ενώ, κατ άλλη άποψη, από τον τ.… … Dictionary of Greek
πλεξάνα — η, Ν πλεξίδα κρεμμυδιών ή σκόρδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέξη κατά τα θηλ. σε άνα (πρβλ. μπανάνα, φαγάνα, δαγκάνα)] … Dictionary of Greek